- λαχταριστός
- -ή, -όελκυστικός, ποθητός: Έτρωγε μια λαχταριστή λιχουδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαχταριστός — ή, ό [λαχταρίζω] 1. (για ψάρια) αυτός που σπαρταρά, που είναι ακόμη ζωντανός 2. αυτός που προκαλεί λαχτάρα, επιθυμητός, ελκυστικός («κάτι μήλα λαχταριστά») 3. γεμάτος αδημονία, αγωνιώδης. επίρρ... λαχταριστά με λαχταριστό τρόπο, με λαχτάρα … Dictionary of Greek
αλαχτάριστος — η, ο [λαχταριστός] 1. αυτός που δεν τόν επιθυμεί κανείς υπερβολικά, μη λαχταριστός, μη επιθυμητός 2. αυτός που δεν λαχτάρησε, που δεν υπέστη έντονες συγκινήσεις 3. (το ψάρι) που δεν λαχταράει, δεν σπαρταρά … Dictionary of Greek
επιθύμιος — ἐπιθύμιος, ον (AM) επιθυμητός, λαχταριστός … Dictionary of Greek
επιπόθητος — ἐπιπόθητος, ον (AM) [επιποθώ] μσν. (για πράγμ.) αρεστός, λαχταριστός («ὁ ἐπιπόθητος ὄντως οὗτος ἰχθύς», Ευστ.) αρχ. 1. περιπόθητος, επιθυμητός, αγαπημένος 2. ανεκπλήρωτος, αυτός που ποθεί κάποιος επειδή δεν πραγματοποιήθηκε. επίρρ... ἐπιποθήτως… … Dictionary of Greek
λιγουρευτός — ή, ό [λιγουρεύω] αυτός που προκαλεί τον πόθο, λαχταριστός … Dictionary of Greek
λιμπιστός — ή, ό [λιμπίζομαι] αυτός που προκαλεί σφοδρή επιθυμία, λαχταριστός, ζηλευτός, ποθητός … Dictionary of Greek
ορεκτικός — ή, ό (ΑΜ ὀρεκτικός, ή, όν) [ορεκτός] 1. αυτός που διεγείρει την όρεξη 2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικό α) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξη β) … Dictionary of Greek
σπαρταριστός — ή, ό Ν [σπαρταρίζω] 1. αυτός που σπαρταράει, που ασπαίρει 2. φρέσκος, λαχταριστός («σπαρταριστά ψάρια») 3. ζωντανός, συναρπαστικός (α. «σπαρταριστή περιγραφή» β. «σπαρταριστό ανέκδοτο») 4. φρ. «σπαρταριστά γέλια» ζωηρά και ηχηρά γέλια … Dictionary of Greek
λιμπιστός — ή, ό λαχταριστός: Λιμπιστά φρούτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)